Η απεικόνιση του τοπίου επανέρχεται δυναμικά στο προσκήνιο τον 19ο αιώνα, ύστερα από την χρυσή εποχή της φλαμανδικής τέχνης του 17ου αιώνα και την γλυκερή της παρουσίαση από τους καλλιτέχνες του Ροκοκό. Το ενδιαφέρον των καλλιτεχνών σταδιακά μετατοπίζεται από τα ιστορικά, αλληγορικά και διδακτικά θέματα, που επέβαλε η επίσημη τέχνη των Ακαδημιών, στην προσωπική εμπειρία και την έκφραση του υποκειμενικού συναισθήματος, ενώ η ματιά τους έλκεται από την απλή και καθημερινή πραγματικότητα.
Προσωπογραφίες, επίκαιρα γεγονότα, αλλά και τοπία απεικονίζονται μέσα από το υποκειμενικό πρίσμα του εκάστοτε καλλιτέχνη. Η συμβολή του αντιφατικού και τόσο διαφορετικού στις εκφάνσεις του από χώρα σε χώρα Ρομαντισμού, στην ανάδειξη της σημασίας της τοπιογραφίας, ήταν καθοριστική.
Ο Άγγλος John Constable (1776-1837), φιλοδοξούσε να είναι πάνω απ’ όλα “φυσικός ζωγράφος” και να εκφράζει μέσα από τη ζωγραφική του τα συναισθήματά του[1]. Στο έργο του με τίτλο Το κάρο του σανού, απεικονίζει την αγγλική φύση των παραμυθιών και της παιδικής φαντασίας, μέσα από την αρμονία όλων των στοιχείων της φύσης. Οι ήπιοι, ζεστοί χρωματικοί τόνοι και η απεραντοσύνη του τοπίου, δημιουργούν την αίσθηση γαλήνης, αλλά όχι στασιμότητας. Τίποτα δεν διαταράσσει αυτή την αρμονία, ακόμη και οι άνθρωποι που διασχίζουν το ποτάμι, συνυπάρχουν ειρηνικά με τη φύση και απολαμβάνουν το ήσυχο πρωινό. Το έργο δεν διακρίθηκε όταν εκτέθηκε το 1821 στην Βασιλική Ακαδημία των Τεχνών στο Λονδίνο, ωστόσο γνώρισε μεγάλη επιτυχία τρία χρόνια αργότερα στο ετήσιο Salon του Παρισιού.
Για τον επίσης Άγγλο και σύγχρονο του Constable, William Turner (1775-1851), η απεικόνιση του τοπίου είναι απολύτως υποκειμενική υπόθεση και το έργο του αποτελεί την κατεξοχήν έκφραση του ρομαντισμού στην τοπιογραφία. Δεν εκπλήσσει η θεματολογία, αλλά η μεγάλη σημασία που δίνει ο καλλιτέχνης στην απόδοση του φωτός, της ατμόσφαιρας και κυρίως της κίνησης. “Οραματιζόταν έναν κόσμο φανταστικό, γεμάτο φως κι ομορφιά, ήταν ένας κόσμος όχι γαλήνης, αλλά κίνησης, ένας κόσμος που δεν είχε για γνώρισμα τις απλές αρμονίες, αλλά τις λαμπρές φαντασμαγορίες με τα εκτυφλωτικά τους χρώματα”[2]. Στο έργο του Ατμόπλοιο μέσα σε χιονοθύελλα, ο Turner δίνει μία από τις πιο ολοκληρωμένες και τολμηρές διατυπώσεις του. Δεν τον ενδιαφέρει αν το ατμόπλοιο χάνεται μέσα στο χρωματιστό στρόβιλο του αέρινου και του υδάτινου στοιχείου, αλλά η απόδοση της έντασης, της κίνησης και της δραματικότητας του φαινομένου.
Στον αντίποδα του Turner και της ρομαντικής τοπιογραφίας της Αγγλίας, βρίσκεται ο Γερμανός Caspar David Friedrich (1774-1840). Ο γερμανικός ρομαντισμός βρίσκεται πιο κοντά στη ποίηση και τη λογοτεχνία, γεγονός που σε συνδυασμό με την καταγωγή του Friedrich από θεοσεβούμενη οικογένεια, οδήγησε τον καλλιτέχνη στη δημιουργία έργων με έντονη αίσθηση του ποιητικού στοιχείου. Σε μία απόκοσμη ως εξωπραγματική ατμόσφαιρα, κάπου ανάμεσα στη πραγματικότητα και τη φαντασία των ψυχρών του χρωμάτων, εντείνεται η αίσθηση απομόνωσης και μελαγχολίας. Στα έργα του κυριαρχεί η απόδοση του τοπίου, το αίσθημα του δέους και της υποταγής του ανθρώπου στη φύση και το μεγαλείο της. Η ανθρώπινη μορφή, είναι συχνά μικρή σε κλίμακα, εκμηδενίζεται ή απουσιάζει εντελώς.
Στη Γαλλία η αλλαγή στην τέχνη της τοπιογραφίας δεν ήταν ραγδαία, αλλά είχε μακροπρόθεσμες συνέπειες. Σημαντικότερος τοπιογράφος της εποχής εδώ, είναι ο Jean Batiste Camille Corot (1796-1875), ο οποίος ζωγράφιζε με βάση προκαταρτικά σχέδια που δημιουργούσε εκ του φυσικού, όπως πιστεύεται και για τον Constable. Αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία στη διαγραφή των όγκων, στον καθορισμό των αποστάσεων και των επιπέδων, είναι για τον Corot, ο χρωματικός τόνος και όχι το σχέδιο. Μέσα από τις λεπτές τονικές διαβαθμίσεις και την ευαισθησία στην απόδοση της γενικότερης ατμόσφαιρας, όπως και του φωτός, ο Corot θέλει να αναπαράγει, όπως λέει, ενσυνείδητα ό,τι βλέπει μπροστά του, χωρίς όμως να χάνει ούτε στιγμή το συναίσθημά του[3].
Ο κοινωνικό-οικονομικός μετασχηματισμός της Ευρώπης, σε συνδυασμό με τον Θετικισμό και το Μαρξισμό του 19ου αιώνα, απαιτούσε μία νέα συνείδηση της πραγματικότητας. Το έργο τέχνης, έπρεπε να είναι μία πιστή αναπαραγωγή της πραγματικότητας, που διακρίνεται από αντικειμενική ακρίβεια. Οι Ρεαλιστές αποδοκιμάζουν τη φαντασία των Ρομαντικών και του Baudelaire, ως ψευδή και μη αντικειμενική. Στρέφουν το βλέμμα τους στη πραγματικότητα, όπως την αντιλαμβανόμαστε εμπειρικά, παραμερίζοντας αισθητικές, ηθικές και θρησκευτικές συμβάσεις. Αποποιούνται το τίτλο του διανοούμενου καλλιτέχνη και ως απλοί ζωγράφοι, επιτίθενται στο εδώ και στο τώρα, με σκοπό, να εδραιώσουν με τα έργα τους τη πραγματικότητα. Ζωγραφίζουν τη φύση μακριά από τα σκοτεινά μουσεία και τα ατελιέ και την αντιμετωπίζουν απρόσωπα, δηλώνοντας: «Δεν μπορούμε να ζωγραφίζουμε παρά αυτό που βλέπουμε»[4]. Το μάτι των Ρεαλιστών γίνεται ένας φωτογραφικός φακός, δεν τους ενδιαφέρει η επινόηση εικόνων, ή η φυγή από την πραγματικότητα και δεν επικαλούνται τη θεία έμπνευση.
Με προγόνους τη ρεαλιστική ζωγραφική του Courbet και της Σχολή της Barbizon, ο Εμπρεσιονισμός κάνει τα πρώτα του βήματα, στο δρόμο που χάραξε ο Edouard Manet. Αδιαφορώντας για τις επιταγές της επίσημης τέχνης των salons, οι Εμπρεσιονιστές ζωγραφίζουν καθημερινές σκηνές της σύγχρονης αστικής ζωής και της υπαίθρου, στον ανοιχτό χώρο, με έντονα εκφραστικά χρώματα και δυναμική πινελιά, αδιαφορώντας για τη φωτοσκίαση. Ο Εμπρεσιονισμός είναι η σύγχρονη τεχνοτροπία της πόλης. Περιγράφει το νέο ζωντανό ρυθμό της, τη μεταβλητότητα και τις εφήμερες εντυπώσεις της.
Ο Εμπρεσιονιστής, είναι ο επίκαιρος ζωγράφος της σύγχρονης ζωής, ο flaneur που περιέγραψε πρόωρα ο Baudelaire. Είναι κοινωνικός, έχει ελεύθερο χρόνο και οικονομική άνεση. Καλλιεργεί την αισθητική του, διασκεδάζει περιφερόμενος μέσα στο πλήθος και ταυτόχρονα διατηρεί τη ταυτότητά του ξεχωρίζοντας από αυτό[5].
Με τα έργα τους, οι Εμπρεσιονιστές θέλουν να αποδώσουν την εντύπωση, που προκαλούν οι στιγμιαίες και συνεχώς μεταβαλλόμενες οπτικές συνθήκες του γύρω κόσμου. Είτε βρίσκονται στην πόλη, είτε στην εξοχή η διαπραγμάτευση είναι η ίδια. Κάθε τοπίο είναι μία άσκηση στην απεικόνιση της ατμόσφαιρας και του φωτός. Μελετούν τη λειτουργία του χρώματος, τη φύση του φωτός και τον πρισματικό χαρακτήρα του. Χρησιμοποιούν το καθαρό χρώμα με κοφτές, κινούμενες πινελιές και στοχεύουν όχι μόνο στη μετάδοση της κίνησης, αλλά και στην οπτική μίξη των διαφορετικών χρωμάτων στο μάτι του θεατή όταν βλέπει το έργο από απόσταση. Οι Εμπρεσιονιστές αδιαφορούν για την ακρίβεια του σχεδίου και τις καθιερωμένες συμβάσεις, προς χάριν μιας 'οπτικής αίσθησης' (sensation visuelle).
[1] Honour H., Fleming J., Ιστορία της Τέχνης, μτφ. Παππάς Α., Υποδομή, Αθήνα, 1998, σ. 568.
[2] Gombrich E. H., Το Χρονικό της Τέχνης, μτφ. Κασδαγλή Λ., Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα, 1998, σ. 493.
[3] Honour H., Fleming J., ο.π. σημ. 1, σ. 569.
[4] Freund G., Φωτογραφία και κοινωνία, μτφ. Μαυροειδή Ε., Εκδόσεις Περιοδικού ΦΩΤΟγράφος, Αθήνα, 1996, σ. 65.
[5] Ρούμπιν Χ. Τζ., Ιμπρεσιονισμός, μτφ. Ποταμιάνου Γ., Καστανιώτης, Αθήνα 1999, σ. 31.