Η φωτογραφία είναι το ώριμο τέκνο της βιομηχανικής επανάστασης, μία εφεύρεση που έρχεται, να εκφράσει το σύνολο των ενδιαφερόντων του σύγχρονου ανθρώπου, της επιστήμης αλλά και της φιλοσοφίας του 19ου αιώνα. Μακρινός προγονός της φωτογραφίας, είναι η camera obcura, ο σκοτεινός θάλαμος, η λειτουργία του οποίου, σύμφωνα με κάποιους μελετητές, ήταν γνωστή ήδη από την εποχή των αρχαίων Αιγυπτίων και αργότερα από τον Αριστοτέλη.
Η camera obscura, δεν είναι παρά ένα σκοτεινό δωμάτιο, όπου δεν μπορεί να εισέλθει φως, παρά μόνο από ένα μικροσκοπικό άνοιγμα στη μία πλευρά του. Ακριβώς απέναντι από αυτή το άνοιγμα, τοποθετείται συνήθως μια γυαλιστερή επιφάνεια. Όπως το ελάχιστο φως εισέρχεται στο θάλαμο από την οπή και οι ακτίνες του ταξιδεύουν ευθεία, σχηματίζεται πάνω στη γυαλιστερή επιφάνεια μία εικόνα, ένα είδωλο των όσων διαδραματίζονται εκτός του θαλάμου και όσων “βλέπει” η οπή, με τη διαφορά, ότι η εικόνα αυτή είναι αντεστραμμένη.
Τον 11ο αιώνα, το φαινόμενο της camera obscura, έρχεται να περιγράψει ο Άραβας φιλόσοφος και φυσιοδίφης της εποχής Alhazen, ενώ για του επόμενους αιώνες πολλοί πειραματίστηκαν και διεκδίκησαν τη πατρότητά της, μεταξύ των οποίων ο Roger Bacon, ο Leonardo da Vinci και ο Giovanni Battista della Porta. Ο τελευταίος μάλιστα, στο έργο του Magia Naturalis, που εκδόθηκε το 1558, εξηγεί τη χρήση της ως “φυσική μαγεία” και προτρέπει όλους τους καλλιτέχνες, να τη χρησιμοποιούν για τη σχεδίαση πορτραίτων, αλλά και τοπίων [1].
Δύο σημαντικές βελτιώσεις στην camera obscura, με πρώτη τη προσθήκη ενός διπλού κοίλου φακού στην οπή εισόδου του φακού, το 1550, από τον Girolamo Gardano και δεύτερη τη προσθήκη ενός διαφράγματος, που επέτρεπε την εστίαση της προβαλλόμενης εικόνας, το 1568 από τον Daniello Bardano[2], ήταν αυτές, που οδήγησαν σταδιακά σ’ αυτό που ονομάζουμε φωτογραφική μηχανή. Αυτή η εξελιγμένη camera obscura του 16ου αιώνα, λειτουργεί με βάση τις ίδιες αρχές, μόνο που δεν είναι ακόμη δυνατή η αποτύπωση της εικόνας.
Ωστόσο, οι καλλιτέχνες κυρίως της εποχής του Μπαρόκ, χρησιμοποιούν τις πρωτόλειες αυτές camera obscuras, γνωστές και ως φυσιογνωμογράφους, για να δημιουργούν γρήγορα και εύκολα προπαρασκευαστικά σχέδια για τις τελικές τους συνθέσεις.
Θα περάσουν αρκετά χρόνια μέχρι ο Joseph Nicephore Niepce (1765-1833) να καταφέρει να αποτυπώσει το είδωλο του σκοτεινού θαλάμου, σε γυάλινη φωτοευαίσθητη επιφάνεια το 1826. Το αποτέλεσμα όμως δεν είναι το επιθυμητό, γι’ αυτό και θα συνεργαστεί με τον Louis Jacques Mande Daguerre (1787-1851), με στόχο την τελειοποίηση της διαδικασίας.
Ο Daguerre θα διεκδικήσει δικαστικά και θα λάβει το δικαίωμα, να αποκαλείται εφευρέτης της διαδικασίας και θα δώσει το όνομά του σε αυτή. Το 1839, ο François Arago θα περιγράψει τη διαδικασία της νταγκεροτυπίας (daguerreotype) στη Γαλλική Ακαδημία της Επιστήμης και ο Daguerre θα κατοχυρωθεί ως πατέρας της νέας εφεύρεσης και τυπικά.
Η αντίδραση της εκκλησίας ήταν άμεση και επηρέασε το τύπο της εποχής. Μια γερμανική εφημερίδα του 1839 αναφέρει "Το να θέλει κανείς ν’ απαθανατίσει φευγαλέους αντικατοπτρισμούς, δεν είναι μόνο αδύνατο, […] αλλά οδηγεί και στην ιεροσυλία. Ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο κατ’ εικόνα του και καμία ανθρώπινη μηχανή δεν μπορεί να συλλάβει την εικόνα του Θεού. Θα έπρεπε να προδοθούν ξαφνικά οι ίδιες του οι αιώνιες αρχές προκειμένου να επιτρέψει σ’ ένα Γάλλο στο Παρίσι να εισαγάγει στο κόσμο μια τόσο διαβολική εφεύρεση"[3].
Αξίζει να σημειωθεί πως με αφορμή την διαμάχη και την αγωνία των εφευρετών να κατοχυρώσουν την πατρότητα της φωτογραφίας στην Γαλλία, τραβήχτηκε και η πρώτη selfie. Πικραμένος από την στάση της επιτροπής και την άδικη κατ' αυτόν "νίκη" του Daguerre, ο οποίος πήρε ως αμοιβή 6000 φράγκα, ισόβια σύνταξη και τιμήθηκε ως μέλος της Ordre national de la Légion d’honneur, ο Hippolyte Bayard (1801-1887) τράβηξε το πρώτο αυτοπορτρέτο, στο οποίο μάλιστα φωτογράφισε τον εαυτό του ως αυτόχειρα.
Το παρουσίασε στην έκθεση που πραγματοποίησε αμέσως μετά την ανακοίνωση της Γαλλικής Ακαδημίας της Επιστήμης, συνοδευόμενο μάλιστα από το εξής κείμενο: “Το πτώμα που βλέπετε εδώ είναι του κυρίου Bayard, είναι ο εφευρέτης της διαδικασίας που μόλις σας παρουσιάστηκε. Απ ‘όσο γνωρίζω αυτός ο ακούραστος ερευνητής είχε αφοσιωθεί εδώ και 3 χρόνια σε αυτή του την ανακάλυψη. Η κυβέρνηση, η οποία στάθηκε πολύ γενναιόδωρη για να κύριο Daguerre έχει δηλώσει ότι δεν μπορεί να κάνει τίποτα για τον κύριο Bayard και ο φουκαράς πνίγηκε μόνος του. Ω ιδιοτροπίες της ανθρώπινης ζωής …! Είναι στο νεκροτομείο εδώ και αρκετές ημέρες και κανείς δεν τον έχει αναγνωρίσει, ούτε τον έχει αναζητήσει. Κυρίες και κύριοι καλύτερα να τον προσπεράσετε γιατί φοβάμαι ότι θα προσβάλλει την αίσθηση της όσφρησης σας. ‘Οπως μπορείτε να παρατηρήσετε το πρόσωπο και τα χέρια του κυρίου έχουν αρχίσει να σαπίζουν…"
Στη πραγματικότητα ένας άλλος επιστήμονας της εποχής, ο Henri Fox Talbot (1800-1877), είχε φτάσει στα ίδια επιτεύγματα με τον Daguerre, ίσως και νωρίτερα από αυτόν. Όπως λέει ο ίδιος: "Αφού είχα αφιερώσει πολύ κόπο και προσοχή στη τελειοποίηση αυτής της εφεύρεσης, και αφού την είχα φέρει, όπως νομίζω, σ’ ένα σημείο που να αξίζει τη προσοχή του επιστημονικού κόσμου, - ακριβώς εκείνη τη στιγμή που είχα δεσμευτεί, να σχεδιάσω μία περιγραφή αυτής, για τη Βασιλική Εταιρεία, η ίδια εφεύρεση θα πρέπει να ανακοινωνόταν στη Γαλλία"[4]. Όμως η εφεύρεση του αρνητικού από τον Talbot, το 1835, που επιτρέπει την αναπαραγωγή των καλλοτυπιών του (calotypes), όπως τις ονόμασε από το αρχαίο "κάλλος", του δίνει επάξια το τίτλο του πατέρα της σύγχρονης φωτογραφίας.
[1] Newhall B., The History of Photography, The Museum of Modern Art, New York, 1994, p. 9.
[2] Davis Ph., Photography, University of Michigan, Wm. C. Publishers, 1990, p. 2.
[3] Freund G., Φωτογραφία και κοινωνία, μτφ. Μαυροειδή Ε., Εκδόσεις Περιοδικού ΦΩΤΟγράφος, Αθήνα, 1996, σ. 63.
[4] Warner Marien M., Photography - A Cultural History, Laurence King Publishers, London, 2002, p.17.