Ο Ιωάννης Αλταμούρας (1852-1878) αποδίδει το λιμάνι της Κοπεγχάγης το 1874. Είναι η περίοδος που συνεχίζει τις σπουδές του στην πρωτεύουσα της Δανίας με υποτροφία του ίδιου του Βασιλιά Γεώργιου Α’. Τα πρώτα του μαθήματα στη ζωγραφική τα έλαβε κατ’ οίκον, από τη μητέρα του, την Σπετσιώτισσα Ελένη Μπούκουρα. Εν συνεχεία, κατά τη διετία 1871-1872 μαθήτευε κοντά στον Νικηφόρο Λύτρα στο τότε Σχολείο των Τεχνών στην Αθήνα.
Η θάλασσα έχει ήδη κατακλύσει τη θεματολογία του νεαρού Αλταμούρα. Καράβια, ψαρόβαρκες, λιμάνια και καρνάγια, θάλασσες ήρεμες κι ανταριασμένες περνούν από τη ζωή στα έργα του καλλιτέχνη. Εδώ αποδίδει μία πανοραμική άποψη του λιμανιού της πόλης της Κοπεγχάγης. Ο χαμηλός ορίζοντας αφήνει τον ουρανό και τη θάλασσα να κυριαρχήσουν στο σύνολο της σύνθεσης. Τα κτήρια παραμένουν στο βάθος και αχνοφαίνονται πίσω από τα εγγύτερα στον θεατή αραγμένα καράβια. Η υγρασία του λιμανιού εντείνει την επίδραση της ατμοσφαιρικής προοπτικής και κάνει ξεκάθαρη την απόσταση μεταξύ των επιπέδων. Στο πρώτο πλάνο δεξιά βλέπουμε μία βάρκα με δύο επιβάτες.
Με το έργο αυτό, ο Αλταμούρας αποδεικνύει πόσο κοντά έχει φτάσει στις κατακτήσεις των Γάλλων Εμπρεσιονιστών, τόσο θεματολογικά όσο και τεχνοτροπικά. Η απόδοση του τοπίου και η εστίαση της προσοχής του στην εφήμερη φύση των οπτικών φαινομένων, η ελεύθερη και γρήγορη πινελιά και η μελέτη του φωτός είναι στοιχεία που απαντώνται το ίδιο χρονικό διάστημα και στην Γαλλία με την πλούσια παράδοση στην ζωγραφική της υπαίθρου.
Άλλωστε βρισκόμαστε στο έτος 1874, όταν πραγματοποιείται στο Παρίσι η πρώτη ομαδική έκθεση των Γάλλων Εμπρεσιονιστών. Τα ταξίδια στη Γαλλία και σε άλλες χώρες της Ευρώπης, οπωσδήποτε συντέλεσαν στη γνωριμία με τους πειραματισμούς των ομοτέχνων του, ωστόσο εκπλήσσει το γεγονός πως εκτός του Παρισιού ένας ‘ξένος’ καλλιτέχνης φτάνει σε τέτοιες διατυπώσεις τόσο ουσιαστικά και μάλιστα τόσο σύντομα.
Η "επαναστατική"[1] του καταγωγή πιθανότατα προοιώνιζε μία σταδιοδρομία γεμάτη αναζήτηση, εντάσεις αλλά και κατακτήσεις.
Το έργο εκτέθηκε το 1875 στα Ολύμπια της Αθήνας και διακρίθηκε με το αργυρό μετάλλιο β΄ τάξεως.
Ο Ιωάννης Αλταμούρας, προσβεβλημένος από φυματίωση επέστρεψε στην Αθήνα, ελπίζοντας να τον ωφελήσει το κλίμα της Ελλάδας. Αρχικά διατήρησε ένα εργαστήρι ζωγραφικής και άρχισε να αναδεικνύεται ως ένας από τους πιο επιτυχημένους ζωγράφους της εποχής του. Δυστυχώς απεβίωσε στα είκοσι έξι, υποκύπτοντας στην αρρώστια, όπως λίγα χρόνια νωρίτερα η αδερφή του.
[1] Ο πατέρας του Francesco Saverio Altamura ήταν καθηγητής ζωγραφικής στη Νάπολη, ενώ η μητέρα του η πρώτη γυναίκα ζωγράφος της νεοελληνικής ζωγραφικής. Λέγεται μάλιστα ότι μεταμφιέστηκε σε άντρα προκειμένου να παρακολουθήσει μαθήματα ζωγραφικής στην Ιταλία. Εκεί γνωρίστηκε και με τον Altamura, ήδη καθηγητή και Γαριβαλδινό επαναστάτη.
Info
Ιωάννης Αλταμούρας
“Το λιμάνι της Κοπεγχάγης” 30 x 43 εκ., 1874
Εθνική Πινακοθήκη της Ελλάδας - Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου