user_mobilelogo
What's On - Τρέχοντα

ArtycleΤρέχοντα

Εκθέσεις Δράσεις Σεμινάρια Διαγωνισμοί

View more
Vermeer

Johannes Vermeer

Το Μπαρόκ στην Ολλανδία του 17ου αιώνα

View more
Daumier, Nadar elevating photography

   Η εφεύρεση της φωτογραφίας στο ξεκίνημά της, τη δεκαετία του 1840, ήταν μία διαδικασία προσιτή σε λίγους ειδήμονες ή εφευρέτες σε Αγγλία και Γαλλία. Οι άνθρωποι κατέφυγαν στο μέσο, με βασικό κίνητρο την ικανοποίηση της περιέργειας, παρά να ασχοληθούν μ’ αυτό επαγγελματικά ή ερασιτεχνικά. Αρχικά, λοιπόν, η φωτογραφία δεν είχε σαφή κοινωνική χρήση, ήταν μία άχρηστη ιδιωτική ασχολία.

   Η βιομηχανοποίηση, ωστόσο, την έφερε στη μαζική παραγωγή, ενθάρρυνε την εξάπλωσή της και πρόσφερε τις κοινωνικές της χρήσεις, ενώ ταυτόχρονα αποκάλυψε την “εκ γενετής” διττή φύση της. Η φωτογραφία ήταν ένα μέσο ικανό να αποσπάσει φυσικές εικόνες, χρησιμοποιώντας όμως ένα μηχανικό τρόπο. Έτσι, όπως υποστηρίζει η Susan Sontag, «η ιστορία της φωτογραφίας μπορεί να συνοψιστεί ως διαμάχη ανάμεσα σε δύο επιταγές, την εξιστόρηση της αλήθειας και την ωραιοποίηση των εικόνων της φύσης, που παραπέμπει στις καλές τέχνες»[1].

   Ο 17ος αιώνας είναι ο αιώνας των ανατροπών και των μεταρρυθμίσεων, της παραφοράς και της υπερβολής. Μόνο η τέχνη του Μπαρόκ θα μπορούσε να εκφράσει, τον αναβρασμό και την ανομοιογένεια αυτής της περιόδου. Οι πολιτισμικές, πολιτικές και θρησκευτικές διαμάχες της εποχής, διαμόρφωσαν μία τέχνη διαφορετική ως προς τις καταβολές και τους στόχους, από χώρα σε χώρα.

   Ο 16ος αιώνας και η εικονοκλασία της Μεταρρύθμισης, είχαν κατά κύριο λόγο, αρνητική επίδραση στο χώρο της τέχνης. Οι θρησκευτικοί πίνακες και τα γλυπτά απομακρύνθηκαν από τις προτεσταντικές εκκλησίες και οι καλλιτέχνες έχασαν μία από τις κυριότερες, ανά τους αιώνες, πηγή εσόδων. Η Ρωμαιοκαθολική όμως εκκλησία κατορθώνει, να ανακόψει την περαιτέρω εξάπλωση του Προτεσταντισμού και να προωθήσει τις αρχές της Αντιμεταρρύθμισης. Με ανανεωμένη αίσθηση εμπιστοσύνης, η Αγία Έδρα και το Τάγμα των Ιησουϊτών, αντιτάχθηκαν στην αυστηρότητα του Λούθηρου και του Καλβίνου, με τη Σύνοδο του Τριδέντου (1545-1563).

   Ο Leonardo di ser Piero da Vinci (1452-1519), νόθος γιος του Piero Fruosino di Antonio da Vinci, ενός Φλωρεντινού συμβολαιογράφου, γεννήθηκε το 1452, στη μικρή πόλη Vinci της Τοσκάνης. Το 1472, σε ηλικία 20 ετών, καταγράφεται στα βιβλία της φλωρεντινής συντεχνίας ως ζωγράφος [1]. Στη Φλωρεντία έμεινε μέχρι το 1482 ή το 1483, οπότε και εγκαταστάθηκε στο Μιλάνο. Εκεί παρέμεινε μέχρι το 1499, έτος εισβολής των Γάλλων κατακτητών στην πόλη, δουλεύοντας κυρίως στην αυλή του Δούκα Ludovico Sforza (il Moro). Στην περίοδο αυτή αποδίδονται πολλά έργα του όπως ο Ευαγγελισμός, η προσωπογραφία της Ginevra de' Benci, η Παναγία των βράχων (που υπάρχει σε δύο παραλλαγές) και η Προσκύνηση των Μάγων. Η βασική καλλιτεχνική ενασχόλησή του στο Μιλάνο, ωστόσο, ήταν ένα άγαλμα του πατέρα του Ludovico Sforza, το οποίο δεν πραγματοποιήθηκε και η πασίγνωστη τοιχογραφία του Μυστικού Δείπνου, στην τραπεζαρία της Santa Maria delle Grazie του Μιλάνου.

   Ο Εμπρεσιονισμός ή Ιμπρεσιονισμός, όπως συναντάται συχνότερα στην ελληνική βιβλιογραφία, είναι ένα από τα πιο αγαπητά και δημοφιλή καλλιτεχνικά ρεύματα που γέννησε ο 19ος αιώνας. Έργα των εμπρεσιονιστών συναντάμε στις μεγαλύτερες δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές του κόσμου, ενώ παραμένουν επίκαιρα και περιζήτητα εκατόν πενήντα χρόνια μετά τη δημιουργία τους. Τι θα ωθούσε όμως τους καλλιτέχνες του δευτέρου μισού του 19ου αιώνα σε μία τόσο πρωτοποριακή, για την εποχή, τεχνοτροπία, αν όχι η νεοεμφανιζόμενη και συνεχώς εξελισσόμενη Φωτογραφία;

   Με προγόνους τη ζωγραφική του Gustave Courbet και τη Σχολή της Barbizon, ο Εμπρεσιονισμός κάνει τα πρώτα του βήματα, στο δρόμο που χάραξε ο Edouard Manet. Κόβοντας οριστικά τον ομφάλιο λώρο με την παράδοση και αδιαφορώντας για τις επιταγές της επίσημης τέχνης των salons και των Ακαδημιών, οι εμπρεσιονιστές ζωγραφίζουν καθημερινές σκηνές της σύγχρονης αστικής ζωής, με έντονα εκφραστικά χρώματα και δυναμική πινελιά, αδιαφορώντας για τη φωτοσκίαση.