user_mobilelogo
What's On - Τρέχοντα

ArtycleΤρέχοντα

Εκθέσεις Δράσεις Σεμινάρια Διαγωνισμοί

View more
Vermeer

Johannes Vermeer

Το Μπαρόκ στην Ολλανδία του 17ου αιώνα

View more

      Η σχέση καλλιτέχνη και παραγγελιοδότη, επηρέαζε άμεσα τη μορφή του τελικού έργου κατά την περίοδο της Αναγέννησης. Για μια πλούσια οικογένεια ευγενών, για μια συντεχνία εμπόρων ή χρυσοχόων, η δωρεά μιας εικόνας για την Αγία Τράπεζα (altarpiece), ή ενός κύκλου νωπογραφιών για ένα παρεκκλήσι, δεν ήταν εύλογη μόνο για τους “αγνούς” θρησκευτικούς λόγους, αλλά και για το κοινωνικό γόητρο και τη δόξα. Ήταν μια πράξη αξιοσημείωτη, σχετικά οικονομική και πάνω απ’ όλα αντιπροσωπευτική  της περηφάνιας και του κοινωνικού επιπέδου των πατρώνων, όπως επίσης και της αλληλεγγύης τους προς την κοινωνική τάξη πραγμάτων της σύγχρονης πόλης[1]. Λαμβάνοντας τα παραπάνω υπόψη, είναι εύλογο να συμπεράνουμε, ότι μία επί της ουσίας διάκριση μεταξύ “δημόσιου” και ”ιδιωτικού” δεν αρμόζει στη λειτουργία της ζωγραφικής κατά την Αναγέννηση[2].

     Ήδη από τις απαρχές της, η φωτογραφία δεν παρουσιάστηκε απλώς ως μορφή τέχνης, αλλά έθεσε υπό αμφισβήτηση κάθε καθιερωμένο πλαίσιο αξιών και μεθόδων προσέγγισης στο χώρο της τέχνης και της αισθητικής. Αποδυνάμωσε την καθιερωμένη τέχνη, την παρουσίασε ως ξεπερασμένη και έτσι ισχυροποιήθηκε η ίδια, προτείνοντας νέα πεδία στην ανθρώπινη φιλοσοφία και σκέψη. Το έργο τέχνης έδειχνε να απομακρύνεται όλο και περισσότερο από το ιδεώδες του μοναδικού, πρωτότυπου αντικειμένου, φτιαγμένου από έναν μεμονωμένο καλλιτέχνη, ενώ η ζωγραφική ‘ζήλεψε’ πολλές από τις ιδιότητες των αναπαραγόμενων αντικειμένων. Από τη δεκαετία του ’60, το καλλιτεχνικό αντικείμενο συχνά παράγεται με σκοπό να φωτογραφηθεί, όπως προφητικά είχε υποστηρίξει ο Walter Benjamin, αναφερόμενος στην δύναμη της αναπαραγωγής του.

    Οι πολιτικές και κοινωνικές συγκρούσεις του Εμφυλίου και της δεκαετίας του ’50, ήταν ακόμη νωπές στη μνήμη για την Ελλάδα του ’60, που προσπαθούσε να διαμορφώσει μία ταυτότητα δυτικού, σύγχρονου και ευνομούμενου κράτους. Ενώ προς το παρόν η άνοδος του Γεωργίου Παπανδρέου στην εξουσία το 1964, δείχνει να τηρεί τις αποστάσεις ασφαλείας από τα άκρα και να δίνει τα εχέγγυα για το άνοιγμα της χώρας προς τη Δύση, τη διάσπαση της Ένωσης Κέντρου ακολούθησαν η Αποστασία, το πραξικόπημα των Συνταγματαρχών και η επιβολή της δικτατορίας τον Απρίλιο του 1967. Μέσα σε ατμόσφαιρα φόβου, διχασμού και εσωστρέφειας, η Ελλάδα πορεύεται ακρωτηριασμένη για τα επόμενα επτά χρόνια. Σημαντικοί άνθρωποι της εποχής, πολλοί προερχόμενοι από το χώρο της τέχνης και της διανόησης, καταφεύγουν εκούσια, αλλά δυστυχώς πολλοί απ’ αυτούς ακούσια, στο εξωτερικό.

   Το έργο του Claude Monet (1840-1926), Η λεωφόρος των καπουτσίνων, παρουσιάστηκε στην 1η έκθεση των Εμπρεσιονιστών το 1874. Η διάσημη Λεωφόρος του Παρισιού παρουσιάζεται στο έργο όπως την είδε ο Monet ένα χρόνο νωρίτερα από ένα παράθυρο του 3ου ορόφου. Βρισκόμαστε στο φωτογραφικό studio του Nadar, του διάσημου φωτογράφου της εποχής, που παραχώρησε στέγη στους ακόμη άγνωστους και ανώνυμους Εμπρεσιονιστές για να παρουσιάσουν το έργο τους ομαδικά για πρώτη φορά.

   Σαν ένα φωτογραφικό στιγμιότυπο η εικόνα περιλαμβάνει μόνο ένα μέρος της λεωφόρου, ‘ακρωτηριάζοντας’ τις μορφές των ανδρών που παρακολουθούν από ένα αόρατο σε μας μπαλκόνι στα δεξιά. Ο καλλιτέχνης αποδίδει την φευγαλέα, εφήμερη φύση της σκηνής… ενός δρόμου γεμάτου κόσμο που κινείται διαρκώς. Οι μικρές ελεύθερες πινελιές υποδηλώνουν την κίνηση του αέρα, την ελαφρά ομίχλη μέσα από την οποία διυλίζεται το λαμπερό φως του ήλιου, ενώ ο ρυθμός τους μεταδίδει την κίνηση των περαστικών.