Ο Φουτουρισμός είναι ένα ιταλικό κίνημα της πρωτοπορίας, που ιδρύθηκε το 1909 από τον ποιητή Filippo Tomaso Marinetti (1876-1944). Εκτός από τη ζωγραφική, σταδιακά συμπεριέλαβε τη γλυπτική, την αρχιτεκτονική, τη μουσική και τον κινηματογράφο. Χαρακτηρίζεται έντονα φιλολογικό, καθώς ο λόγος δεν χρησιμοποιήθηκε απλώς για να εξηγήσει ή να υποστηρίξει τις προθέσεις των καλλιτεχνών, αλλά ήταν μαχητικός, δογματικός, συχνά εξτρεμιστικός και πάντοτε απολαυστικός στην ανάγνωση. Άλλωστε, για την περίπτωση του Φουτουρισμού, ο λόγος προϋπήρξε των πράξεων και αρθρώθηκε από το ξεκίνημα του κινήματος από έναν ποιητή. Η δεινότητα του Marinetti να χειρίζεται τα μέσα της εποχής και ο δυναμισμός της έκφρασής του, ήταν αυτά που έκαναν το νέο κίνημα γνωστό σε όλη την διανόηση της εποχής. Ο Φουτουρισμός μέσα από πολλά μανιφέστα, στηρίχθηκε στη δύναμη των λέξεων, απευθύνθηκε στο ευρύ κοινό και διέδωσε τη σκέψη του ταχύτατα σε όλα τα μητροπολιτικά κέντρα της Ευρώπης.

   Boccioni, Elasticity, 1912Σε αντίθεση με άλλα σύγχρονα κινήματα που πήραν το όνομά τους με αφορμή, ως επί το πλείστον, δυσμενείς κριτικές (π.χ. Εμπρεσιονισμός, Πουαντιγισμός, Φωβισμός, Κυβισμός), ο Φουτουρισμός αυτοονομάστηκε από τον ιδρυτή του. Ο Marinetti είχε στο νου και τα ονόματα Δυναμισμός και Ηλεκτρισμός, ωστόσο, σε μία ένδειξη αυτοσυνειδησίας των καινοτομιών που εισήγαγε το κίνημα και της καταφανούς ρήξης των μελών του με το παρελθόν, επέλεξε ένα όνομα εφάμιλλο των σκοπών του, ένα όνομα που το συνδέει με το μέλλον και την αλλαγή (Future- Futurismo- Futurism).

   Ο Φουτουρισμός έχει χαρακτηριστεί ως το πιο θορυβώδες κίνημα των αρχών του 20ου αιώνα, καθώς απέρριπτε όλες τις καθιερωμένες αξίες, αλλά και τους θεσμούς γύρω από αυτές. Βασικότερος στόχος του, όπως σκιαγραφείται τόσο από το πρώτο, όσο και από τα επόμενα μανιφέστα, ήταν η αποδέσμευση από το παρελθόν και την ακαδημαϊκή κουλτούρα. Ο Marinetti έχοντας συνειδητοποιήσει τη δύναμη της τεχνολογίας περισσότερο απ’ ότι πολλοί συγγραφείς και καλλιτέχνες της εποχής του, ήθελε μία τέχνη που να γκρεμίσει το παρελθόν και να υμνεί τη χαρά που προσφέρει η ταχύτητα και η δυναμική ενέργεια[1].

   Boccioni, Simultaneous Vision, 1912Γράφει ο Marinetti, στο πρώτο φουτουριστικό μανιφέστο που δημοσιεύτηκε στις 20/2/1909 στην γαλλική Le Figaro:

   «Με το πρόσωπο σκεπασμένο από την καλή λάσπη των εργοστασίων – παστωμένο με σκουριές από τα μέταλλα, με ιδρώτες άχρηστους, με αστρική αιθάλη – εμείς μωλωπισμένοι και με επιδέσμους στα χέρια αλλά άφοβοι, υπαγορέψαμε τις πρώτες μας επιθυμίες σε όλους τους ζωντανούς ανθρώπους της γης: Θέλουμε να τραγουδήσουμε την αγάπη για τον κίνδυνο, τη συνήθεια για ενέργεια και θρασύτητα. […] Βεβαιώνουμε ότι το μεγαλείο του κόσμου πλουτίστηκε με μια καινούργια ομορφιά: την ομορφιά της ταχύτητας. Ένα αγωνιστικό αυτοκίνητο με το κουβούκλιό του στολισμένο με μεγάλους σωλήνες όμοιους με ερπετά εκρηκτικής ανάσας… ένα αυτοκίνητο βρυχώμενο, είναι πιο ωραίο από τη Νίκη της Σαμοθράκης. […] Δεν υπάρχει πια ομορφιά παρά μόνο στον αγώνα. Κανένα έργο που δεν έχει επιθετικό χαρακτήρα δεν μπορεί να είναι έργο τέχνης. […] Εμείς βρισκόμαστε πάνω στο ακραίο ακρωτήρι των αιώνων!... Γιατί πρέπει να γυρίσουμε τις πλάτες, αφού θέλουμε να ανατρέψουμε τις μυστηριώδεις πόρτες του Αδύνατου; Ο χρόνος και ο χώρος πέθαναν χθες. Εμείς ήδη ζούμε στο απόλυτο, αφού έχουμε δημιουργήσει την αιώνια πανταχού παρούσα ταχύτητα. Θέλουμε να δοξάσουμε τον πόλεμο – μοναδική υγεία του κόσμου – τον μιλιταρισμό, τον πατριωτισμό, την καταστρεπτική χειρονομία τον φιλελεύθερων, τις ωραίες ιδέες για τις οποίες πεθαίνουμε και την περιφρόνηση της γυναίκας. Θέλουμε να καταστρέψουμε τα μουσεία, τις βιβλιοθήκες, τις ακαδημίες κάθε είδους και να παλέψουμε εναντίον της ηθικότητας, του φεμινισμού, και εναντίον κάθε ανανδρίας καιροσκοπικής ή κερδοσκοπικής. […] Από την Ιταλία εκτοξεύουμε προς τον κόσμο αυτό το μανιφέστο της φλεγόμενης και ανατρεπτικής βιαιότητας, με το οποίο σήμερα ιδρύουμε το Φουτουρισμό, επειδή θέλουμε να απελευθερώσουμε αυτή τη χώρα από τη δύσοσμη γάγγραινα των καθηγητών, των αρχαιολόγων, των ξεναγών και των παλαιοπωλών της. Για πολύ καιρό η Ιταλία υπήρξε αγορά των παλιατζήδων. Εμείς θέλουμε να την απελευθερώσουμε από τα αναρίθμητα μουσεία που τη σκεπάζουν σαν αναρίθμητα νεκροταφεία. Μουσεία = Νεκροταφεία. […] Αλλά εμείς δεν θέλουμε πια να ξέρουμε για το παρελθόν, εμείς οι νέοι και οι δυνατοί φουτουριστές. […] Κοιτάχτε μας! Δεν εξαντληθήκαμε ακόμα! Οι καρδιές μας δεν αισθάνονται την παραμικρή κούραση, αφού είναι θρεμμένες με φωτιά, με μίσος και ταχύτητα! […] Όρθιοι πάνω στην κορυφή του κόσμου θα εκσφενδονίσουμε, μια φορά ακόμα, την πρόκλησή μας στ’ αστέρια!»[2].

   Boccioni, Horizontal Volumes, 1912Για τον G. C. Argan «η προσπάθεια των φουτουριστών, αν και εκ προθέσεως επαναστατική, γενικά καταλήγει σε εριστικό εξτρεμισμό. Στα φουτουριστικά μανιφέστα απαιτείται η καταστροφή των ιστορικών πόλεων (για παράδειγμα της Βενετίας) και των μουσείων, και εκθειάζεται η νέα πόλη, νοούμενη ως απέραντη μηχανή σε κίνηση. Η επανάσταση που επιζητείται είναι στην πραγματικότητα η βιομηχανική ή τεχνολογική επανάσταση, δηλαδή πάλι μία αστική επανάσταση: στο νέο πολιτισμό των μηχανών, οι καλλιτέχνες – διανοούμενοι θα πρέπει να εκπροσωπούν την πνευματική ώθηση της “μεγαλοφυΐας”. Κάτω από το γούστο του σκανδάλου και την περιφρόνηση για την αστική τάξη κρύβεται ένας ασυναίσθητος και αθέλητος καιροσκοπισμός, και η αντίφαση αυτή εξηγεί όλες τις άλλες. Οι φουτουριστές δηλώνουν ότι είναι αντι-ρομαντικοί και κηρύσσουν μία τέχνη παραστατική-εκφραστική “ψυχικών καταστάσεων” έντονα συγκινησιακή. Εξαίρουν την επιστήμη και την τεχνική, αλλά τις επιθυμούν εσώτατα ποιητικές ή “λυρικές”. Αυτοανακηρύσσονται σοσιαλιστές, αλλά δεν νοιάζονται για τους εργατικούς αγώνες, απεναντίας τους διανοουμένους της πρωτοπορίας διαβλέπουν την αριστοκρατίας του μέλλοντος. Είναι διεθνιστές αλλά αναγγέλλουν ότι το “ιταλικό δαιμόνιο” θα σώσει την παγκόσμια κουλτούρα. Την ώρα της πολιτικής επιλογής υπερισχύει ο εθνικισμός: θέλουν τον πόλεμο “υγιεινή του κόσμου” και συμμετέχουν σ’ αυτόν εθελοντικά».[3] Αντιφάσεις ουσίας στις οποίες δικαιολογημένα ο Α. Χαραλαμπίδης προσθέτει την προφανέστερη όλων… το κείμενο του ιδρυτικού μανιφέστου του Φουτουρισμού, που ευαγγελιζόταν την πολιτιστική αναβίωση της Ιταλίας ήταν γραμμένο στα Γαλλικά[4].

   Severini, The Pan Pan at the Monico, c.1959Η πρώτη  σημαντική έκθεση των φουτουριστών εγκαινιάστηκε τέλος Απριλίου του 1911, στο Μιλάνο. Ωστόσο, το μεγάλο άλμα για τους Ιταλούς πραγματοποιήθηκε και πάλι μέσω Γαλλίας. Ο Gino Severini (1883-1966), που ζούσε και εργαζόταν ήδη στο Παρίσι, γνωρίζοντας από κοντά τα συνεχώς αναδυόμενα κινήματα της Πρωτοπορίας, ήταν αυτός που έπεισε τον Marinetti να χρηματοδοτήσει ένα, ας πούμε πρωτίστως εκπαιδευτικό, ταξίδι δύο εβδομάδων για τους Umberto Boccioni (1882-1916), Carlo Carra (1881-1966) και Luigi Russolo (1883-1947). Η άμεση επαφή με το έργο των επιφανέστερων Γάλλων, και όχι μόνο, καλλιτεχνών, και κυρίως η γνωριμία τους με τον Κυβισμό που μεσουρανούσε εκείνη την περίοδο, ήταν μία αποκάλυψη. Επέστρεψαν στο Μιλάνο και δούλευαν πυρετωδώς προσπαθώντας να ενσωματώσουν νέα στοιχεία στα έργα τους και να εξελίξουν όσα είδαν στο Παρίσι. Ενδεικτικό είναι πως αν ο Κυβισμός είχε καταφέρει να κατακερματίσει τις μορφές σε ολοένα μικρότερες επιμέρους φόρμες και να παρουσιάζει το ίδιο αντικείμενο από διαφορετικές οπτικές γωνίες ταυτόχρονα, ο Φουτουρισμός θέλησε να επεκτείνει αυτή την κατάκτηση με την κινητοποίηση του ίδιου του αντικειμένου και την εφαρμογή έντονων ζωηρών χρωμάτων.

   Severini, Dynamism of a Dancer, 1912Ο λόγος για τους Φουτουριστές προϋπήρξε κάθε πράξης και με δυσκολία κατάφερε να εκφραστεί μέσα από το εικαστικό έργο των εκπροσώπων του κινήματος. Το χάσμα μεταξύ θεωρίας και πράξης προσπάθησαν να καλύψουν οι Φουτουριστές με το Μανιφέστο των Φουτουριστών Ζωγράφων και λίγο αργότερα με το Τεχνικό Μανιφέστο τα οποία υπέγραψαν οι: Umberto Boccioni, Carlo Carra, Luigi Russolo, Giacomo Balla, και Gino Severini.

   Επαναστατώντας, όπως λένε, κατά της τυραννίας των λέξεων αρμονία και καλό γούστο διακηρύσσουν πως: «Ο διακαής πόθος μας για την αλήθεια δεν μπορεί πια να ικανοποιηθεί από τις παραδοσιακές έννοιες της φόρμας και του χρώματος. Η κίνηση για μας δεν είναι πια μία στατική στιγμή του παγκόσμιου δυναμισμού: θα είναι αποφασιστικά, η δυναμική αίσθηση, μ’ αυτή την έννοια που θα διαιωνίζεται. Όλα κινούνται όλα τρέχουν, όλα αλλάζουν γρήγορα. […] Ένα άλογο που τρέχει δεν έχει τέσσερα πόδια: έχει είκοσι, και οι κινήσεις τους είναι τριγωνικές. […] Για να ζωγραφίσουμε μια φιγούρα δεν χρειάζεται να τη φτιάξουμε, χρειάζεται να φτιάξουμε την ατμόσφαιρά της. […] Η κατασκευή των πινάκων είναι ανόητα παραδοσιακή. Οι ζωγράφοι μας έδειχναν πάντα πράγματα και πρόσωπα τοποθετημένα μπροστά μας. Εμείς θα βάλουμε το θεατή στο κέντρο του πίνακα. […] Η ακαδημαϊκή παράδοση πρέπει να αντικατασταθεί από ένα ζωηρό ρεύμα ατομικής ελευθερίας. […] Για να συλλάβουμε και να καταλάβουμε τη νέα ομορφιά ενός μοντέρνου πίνακα πρέπει η ψυχή να ξαναγίνει καθαρή, το μάτι να ελευθερωθεί από το πέπλο με το οποίο το σκέπασαν ο αταβισμός και η παιδεία ώστε να θεωρεί σαν μοναδικό έλεγχο τη φύση, όχι πια το μουσείο! […] Η τέχνη που εμείς εγκωμιάζουμε είναι απόλυτα αυθόρμητη και δυναμική»[5].

   Balla, Dynamism of a Dog on a Leash, 1912Τόσο από τις λεκτικές, όσο και από τις εικαστικές τους διατυπώσεις, εύκολα συνειδητοποιεί κανείς πως αισθάνονται σαν ήρωες της σύγχρονης μεγαλούπολης, που μέσα στη δίνη της ταχύτητας και της συνεχούς εξέλιξης, θέλουν με τα έργα τους να αποδώσουν όχι μόνο τις εικόνες της, όσο την αίσθηση και την ατμόσφαιρά της. Στο επίκεντρο φυσικά όλων είναι η ταχύτητα και η απόδοση της κίνησης, ακόμη και στις διαφορετικές φάσεις της ταυτόχρονα. Οι δυναμικές γραμμές, η έμφαση στην κινούμενη, συστρεφόμενη φόρμα, και η αλληλοδιείσδυση των επιπέδων, εκφράζουν τον δυναμισμό του ίδιου του εν κινήσει αντικειμένου, ο οποίος σε συνδυασμό με τα έντονα, μη ρεαλιστικά χρώματα και τις αντιθέσεις μεταξύ τους, επιστρατεύονται από τους Φουτουριστές για να αποδώσουν την σύγχρονη πραγματικότητα και τα καθημερινά ερεθίσματα με έναν τρόπο τολμηρό και επαναστατικό.

   Παρόλο που ο Φουτουρισμός έγινε ταχύτατα γνωστός σε όλη την Ευρώπη, σημαντικότερη επιρροή άσκησε στους νέους Ρώσους καλλιτέχνες, οι οποίοι συνέστησαν φουτουριστική ομάδα, ήδη από το 1910. Αργότερα μετονομάστηκαν «Κυβοφουτουριστές», ανοίγοντας, μαζί με τον Σουπρεματισμό, το δρόμο για τις μεγάλες κατακτήσεις της ρωσικής τέχνης στο χώρο της Αφαίρεσης.

Balla, Pessimism and Oprimism, 1923    Όπως για τους Ιταλούς, ο Φουτουρισμός υπήρξε το εφαλτήριο για την αναζωογόνηση της μακράς παράδοσης στις τέχνες, έτσι για τους Ρώσους ήταν η αφορμή να βγουν από την καλλιτεχνική απομόνωση. Άλλωστε, αν στην Ιταλία η ηγετική φυσιογνωμία του Φουτουρισμού υπήρξε ο κατά τα άλλα μέτριος ποιητής Marinetti, η Ρωσία θα αναδείξει τον ανεπανάληπτο Mayakovski.

   Με το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Φουτουρισμός αποδυναμώθηκε, ενώ ο Boccioni σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια μιας άσκησης πέφτοντας από άλογο. Ο πόλεμος δεν ήταν τελικά «η μόνη υγιεινή του κόσμου», όπως οι Φουτουριστές δια στόματος Marinetti ευαγγελίστηκαν. Ο ιδρυτής του κινήματος θα εμφανιστεί υποψήφιος στο πλευρό του Mussolini. Παρά τον κάπως επιπόλαιο ενθουσιασμό και τη σύνδεση με την άνοδο του Φασισμού, ο Φουτουρισμός προέβαλε μία γνήσια αντίληψη του μοντέρνου όπως το γνωρίζουμε σήμερα και άνοιξε τον δρόμο για νέες κατακτήσεις στο πεδίο της τέχνης και της αισθητικής θεωρίας.

 

Δείτε περισσότερα φουτουριστικά έργα εδώ

 

[1] Norbert Lynton, «Φουτουρισμός», στο Έννοιες της Μοντέρνας Τέχνης - Από το Φωβισμό στον Μεταμοντερνισμό, επιμ. Ν. Στάγκος, μτφ. Α. Παππάς, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης. Αθήνα 2003, σ.143-155.

[2] Marinetti F. T., “Ίδρυση και Μανιφέστο του Φουτουρισμού” στο Ντε Μικέλι Μ., Οι Πρωτοπορίες της τέχνης του 20ου αιώνα, Μτφ. Παπαματθεάκη Λ., Εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα, σ. 386-393.

[3] Αργκάν Τζ. Κ., Η Μοντέρνα Τέχνη, μτφ. Παπαδημήτρη Λ. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2002, σ. 350-351.

[4] Χαραλαμπίδης Α., Η Τέχνη του 20ου αιώνα, Τόμος Ι 1880-1920, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1990, σ.141.

[5] Boccioni U., Carra C., Russolo L., Balla G. και Severini G., «Η Φουτουριστική Ζωγραφική: Τεχνικό Μανιφέστο» στο Ντε Μικέλι Μ., Οι Πρωτοπορίες της τέχνης του 20ου αιώνα, Μτφ. Παπαματθεάκη Λ., Εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα, σ. 396-400.